ροδοστέφανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈste.fa.no/
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ροδοστέφανο
- αιτιατική ενικού του ροδοστέφανος, γένους αρσενικού
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ροδοστέφανος