Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροδοστεφανωμένος η ροδοστεφανωμένη το ροδοστεφανωμένο
      γενική του ροδοστεφανωμένου της ροδοστεφανωμένης του ροδοστεφανωμένου
    αιτιατική τον ροδοστεφανωμένο τη ροδοστεφανωμένη το ροδοστεφανωμένο
     κλητική ροδοστεφανωμένε ροδοστεφανωμένη ροδοστεφανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροδοστεφανωμένοι οι ροδοστεφανωμένες τα ροδοστεφανωμένα
      γενική των ροδοστεφανωμένων των ροδοστεφανωμένων των ροδοστεφανωμένων
    αιτιατική τους ροδοστεφανωμένους τις ροδοστεφανωμένες τα ροδοστεφανωμένα
     κλητική ροδοστεφανωμένοι ροδοστεφανωμένες ροδοστεφανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροδοστεφανωμένος < ρόδο + -ο- + στεφανωμένος

  Μετοχή επεξεργασία

ροδοστεφανωμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία