ροδοστεφανωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροδοστεφανωμένος < ρόδο + -ο- + στεφανωμένος
Μετοχή επεξεργασία
ροδοστεφανωμένος
- που του έχουν φορέσει στεφάνι με ρόδα, με τριαντάφυλλα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ροδοστεφανωμένος
|