Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.ʁɔn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
couronne couronnes

couronne (fr) θηλυκό

  1. η κορώνα, η κορόνα
  2. το στεφάνι
  3. το στέμμα
  4. η βασιλική ή αυτοκρατορική αρχή
  5. (εραλδική) couronne héraldique - εξωτερικό διακοσμητικό στοιχείο ενός οικοσήμου