Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

krono < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική krono kronoj
αιτιατική kronon kronojn

krono (eo)

sveda korono - σουηδική κορώνα