αντικριστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααντικριστός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγματα που βρίσκονται απέναντι το ένα στο άλλο
- αντικριστός χορός (οι χορευτές ανά δύο χορεύουν έχοντας αντίκρυ τους ο ένας τον άλλον)
- (γαστρονομία, ουσιαστικοποιημένο) το αντικριστό: παραδοσιακό κρητικό φαγητό, οφτό (ψητό) αρνί που κόβεται σε τέσσερα γουλίδια (κομμάτια)