οφτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οφτό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οφτός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈfto/ (προφορά στην κοινή νεοελληνική)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐φτό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοφτό ουδέτερο (ιδιωματικό)
- (φαγητά) είδος ψητού
- ※ Το Μεγάλο Σάββατο το κλίμα αλλάζει. Είναι η ημέρα που ετοιμάζεται το λαμπριάτικο οφτό. Το γεύμα δηλαδή της επομένης, που δεν είναι άλλο από κατσικάκι ή αρνί με γέμιση, που έχει σαν κύριο συστατικό της το ρύζι. Το οφτό θέλει ώρες πολλές για να γίνει, γι' αυτό και σιγοψήνεται ήδη από το Σάββατο στους ξυλόφουρνους του χωριού. (kathimerini.gr, 2011)
- → δείτε άλλες μορφές: οφτόν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ο διαλεκτικός τύπος με -ν
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοφτό (ιδιωματικό)