Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οφτός η οφτή το οφτό
      γενική του οφτού της οφτής του οφτού
    αιτιατική τον οφτό την οφτή το οφτό
     κλητική οφτέ οφτή οφτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οφτοί οι οφτές τα οφτά
      γενική των οφτών των οφτών των οφτών
    αιτιατική τους οφτούς τις οφτές τα οφτά
     κλητική οφτοί οφτές οφτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οφτός < οπτός < αρχαία ελληνική ὀπτός < ὀπτάω (ψήνω)

  Επίθετο επεξεργασία

οφτός, -ή, -ό

  1. (κυπριακά) ο ψητός, ο ψημένος (κυρίως για ψητά φαγητά)
    Συγκεκριμένα, στα Δωδεκάνησα το οφτό αρνί είναι γεμιστό που ψήνεται για ώρες στο φούρνο. (*)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) το οφτό: είδος ψητού
    Το Μεγάλο Σάββατο το κλίμα αλλάζει. Είναι η ημέρα που ετοιμάζεται το λαμπριάτικο οφτό. Το γεύμα δηλαδή της επομένης, που δεν είναι άλλο από κατσικάκι ή αρνί με γέμιση, που έχει σαν κύριο συστατικό της το ρύζι. Το οφτό θέλει ώρες πολλές για να γίνει, γι' αυτό και σιγοψήνεται ήδη από το Σάββατο στους ξυλόφουρνους του χωριού. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία