Δείτε επίσης: αντικριστή, αντικριστός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντικριστής οι αντικριστές
      γενική του αντικριστή των αντικριστών
    αιτιατική τον αντικριστή τους αντικριστές
     κλητική αντικριστή αντικριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικριστής < αντικρίζω + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικριστής αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αντικριστής