αντικριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικριστής αρσενικό
- (οικονομία, νεολογισμός, επάγγελμα) αυτός που βοηθά κάποιον χρηματιστή στην πραγματοποίηση χρηματιστηριακών συναλλαγών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικριστής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντικριστής
- γενική ενικού του αντικριστή