αντιμετωπίσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιμετωπίσιμος < αντιμετωπίζω + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασίααντιμετωπίσιμος
- που είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντιμετωπίζω και μέτωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιμετωπίσιμος