αντιμέτωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμέτωπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιμέτωπος < ἀντί + μέτωπον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.diˈme.to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐μέ‐τω‐πος
Επίθετο επεξεργασία
αντιμέτωπος, -η, -ο
- που είναι απέναντι σε κάποιον ή κάτι (πρόσωπο με πρόσωπο)
- που ανταγωνίζεται ή αντιπαλεύει κάποιον
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη μέτωπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμέτωπος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.