Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιμετωπιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντιμετωπιζόμεν
ος
η
αντιμετωπιζόμεν
η
το
αντιμετωπιζόμεν
ο
γενική
του
αντιμετωπιζόμεν
ου
της
αντιμετωπιζόμεν
ης
του
αντιμετωπιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
αντιμετωπιζόμεν
ο
την
αντιμετωπιζόμεν
η
το
αντιμετωπιζόμεν
ο
κλητική
αντιμετωπιζόμεν
ε
αντιμετωπιζόμεν
η
αντιμετωπιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντιμετωπιζόμεν
οι
οι
αντιμετωπιζόμεν
ες
τα
αντιμετωπιζόμεν
α
γενική
των
αντιμετωπιζόμεν
ων
των
αντιμετωπιζόμεν
ων
των
αντιμετωπιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
αντιμετωπιζόμεν
ους
τις
αντιμετωπιζόμεν
ες
τα
αντιμετωπιζόμεν
α
κλητική
αντιμετωπιζόμεν
οι
αντιμετωπιζόμεν
ες
αντιμετωπιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αντιμετωπιζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
αντιμετωπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιμετωπιζόμενος