↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμετωπιζόμενος η αντιμετωπιζόμενη το αντιμετωπιζόμενο
      γενική του αντιμετωπιζόμενου της αντιμετωπιζόμενης του αντιμετωπιζόμενου
    αιτιατική τον αντιμετωπιζόμενο την αντιμετωπιζόμενη το αντιμετωπιζόμενο
     κλητική αντιμετωπιζόμενε αντιμετωπιζόμενη αντιμετωπιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμετωπιζόμενοι οι αντιμετωπιζόμενες τα αντιμετωπιζόμενα
      γενική των αντιμετωπιζόμενων των αντιμετωπιζόμενων των αντιμετωπιζόμενων
    αιτιατική τους αντιμετωπιζόμενους τις αντιμετωπιζόμενες τα αντιμετωπιζόμενα
     κλητική αντιμετωπιζόμενοι αντιμετωπιζόμενες αντιμετωπιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αντιμετωπιζόμενος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία