αντιμετωπιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
αντιμετωπιζόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αντιμετωπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιμετωπιζόμενος
|
αντιμετωπιζόμενος
|