take on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | take on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes on |
αόριστος | took on |
παθητική μετοχή | taken on |
ενεργητική μετοχή | taking on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtake on (en)
- παίρνω, προσλαμβάνω κάποιον
- (χωρίς παθητική φωνή) αντιμετωπίζω έναν αντίπαλο, τα βάζω με κάποιον, παίζω εναντίον κάποιου σε ένα παιχνίδι ή διαγωνισμό
- ⮡ Co-hosts Poland take on Greece in Euro 2012 opener.
- Η συνδιοργανώτρια [ομάδα] Πολωνία αντιμετωπίζει την Ελλάδα στον πρώτο αγώνα του Euro 2012. (από το διαδίκτυο)
- ⮡ Don't take them on.
- Μη τα βάζεις μαζί τους.
- ⮡ I can take on ten like you.
- Μπορώ να τα βάλω με δέκα σαν και σας.
- ⮡ Co-hosts Poland take on Greece in Euro 2012 opener.
- (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, αρχίζω να έχω μια ιδιαίτερη ποιότητα, εμφάνιση κτλ.
- ⮡ Her face took on an angry/sad expression.
- Το πρόσωπό της πήρε μια θυμωμένη/θλιμμένη έκφραση.
- ⮡ Her face took on an angry/sad expression.
- αναλαμβάνω, αποδέχομαι, παίρνω πάνω, αποφασίζω να κάνω κάτι, συμφωνώ να είμαι υπεύθυνος για κάτι ή κάποιον
- ⮡ He took on the challenge.
- Αποδέχτηκε την πρόκληση.
- ⮡ Don’t take on too much work.
- Μην παίρνεις πάνω σου πάρα πολλή δουλειά.
- ⮡ He took on the challenge.
- (για λεωφορείο, αεροπλάνο ή πλοίο) παίρνω, επιτρέπω σε κάποιον ή κάτι να μπει
- ⮡ The bus stopped to take on two passengers.
- Το λεωφορείο σταμάτησε να πάρει δυο επιβάτες.
- ⮡ The boat took on water and titled towards the left.
- Το καράβι πήρε νερά και έκλινε προς τα αριστερά.
- ⮡ The bus stopped to take on two passengers.
Πηγές
επεξεργασία- take on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 135, 643-644, 748. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, παίρνω, προσλαβαίνω