Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας take on
γ΄ ενικό ενεστώτα takes on
αόριστος took on
παθητική μετοχή taken on
ενεργητική μετοχή taking on

  Ετυμολογία επεξεργασία

take on < → δείτε τις λέξεις take και on

  Ρήμα επεξεργασία

take on (en)

  1. παίρνω, προσλαμβάνω κάποιον
    We must take on extra staff.
    Πρέπει να πάρουμε έκτακτο προσωπικό.
    I am taking on extra staff.
    Προσλαμβάνω έκτακτο προσωπικό.
     συνώνυμα: take, → και δείτε τη λέξη employ
  2. (χωρίς παθητική φωνή) αντιμετωπίζω έναν αντίπαλο, τα βάζω με κάποιον, παίζω εναντίον κάποιου σε ένα παιχνίδι ή διαγωνισμό
    Co-hosts Poland take on Greece in Euro 2012 opener.
    Η συνδιοργανώτρια [ομάδα] Πολωνία αντιμετωπίζει την Ελλάδα στον πρώτο αγώνα του Euro 2012. (από το διαδίκτυο)
    Don't take them on.
    Μη τα βάζεις μαζί τους.
    I can take on ten like you.
    Μπορώ να τα βάλω με δέκα σαν και σας.
  3. (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, αρχίζω να έχω μια ιδιαίτερη ποιότητα, εμφάνιση κτλ.
    Her face took on an angry/sad expression.
    Το πρόσωπό της πήρε μια θυμωμένη/θλιμμένη έκφραση.
  4. αναλαμβάνω, αποδέχομαι, παίρνω πάνω, αποφασίζω να κάνω κάτι, συμφωνώ να είμαι υπεύθυνος για κάτι ή κάποιον
    He took on the challenge.
    Αποδέχτηκε την πρόκληση.
    Don’t take on too much work.
    Μην παίρνεις πάνω σου πάρα πολλή δουλειά.
  5. (για λεωφορείο, αεροπλάνο ή πλοίο) παίρνω, επιτρέπω σε κάποιον ή κάτι να μπει
    The bus stopped to take on two passengers.
    Το λεωφορείο σταμάτησε να πάρει δυο επιβάτες.

  Πηγές επεξεργασία