Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
answer answers

answer (en)

  • η απάντηση
      Her answer was right.
    Η απάντησή της ήταν σωστή.
ενεστώτας answer
γ΄ ενικό ενεστώτα answers
αόριστος answered
παθητική μετοχή answered
ενεργητική μετοχή answering

answer (en)

  • απαντώ
      I answered you yesterday.
    Σου απάντησα χθες.
      Why have you answered?
    Γιατί έχεις απαντήσει;
      He willingly answered the questions.
    Απάντησε πρόθυμα στις ερωτήσεις.
     συνώνυμα:  reply και respond