Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας respond
γ΄ ενικό ενεστώτα responds
αόριστος responded
παθητική μετοχή responded
ενεργητική μετοχή responding

  Ρήμα επεξεργασία

respond (en)

  1. ανταποκρίνομαι, δίνω απάντηση, απαντώ (με λόγια ή με πράξεις)
  2. (αμετάβατο) αντιδρώ, κάνω κάτι ως αντίδραση σε κάτι που έχει πει ή κάνει κάποιος
    How did he respond to the news?
    Πώς αντέδρασε στα νέα;
    He responded positively to the affection we showed him.
    Αντέδρασε θετικά στην αγάπη που του δείξαμε.
    When he insulted me, I responded with a kick.
    Όταν μ' έβρισε, αντέδρασα με μια κλωτσιά.
     συνώνυμα: react
  3. (αμετάβατο) υπακούω, αντιδρώ γρήγορα ή με τον σωστό τρόπο σε κάτι ή κάποιον
    The driver stepped on the brake, but the car didn’t respond and ran into the car in front.
    Ο οδηγός πάτησε φρένο, αλλά το αυτοκίνητο δεν υπάκουσε κι έπεσε πάνω στο προπορευόμενο όχημα.
  4. (αμετάβατο) αντιδρώ, βελτιώνομαι ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου είδους θεραπείας
    His illness is responding to the treatment.
    Η αρρώστια του αντιδράει στη θεραπεία.

  Πηγές επεξεργασία