respond
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | respond |
γ΄ ενικό ενεστώτα | responds |
αόριστος | responded |
παθητική μετοχή | responded |
ενεργητική μετοχή | responding |
Ρήμα
επεξεργασίαrespond (en)
- ανταποκρίνομαι, δίνω απάντηση, απαντώ (με λόγια ή με πράξεις)
- (αμετάβατο) αντιδρώ, κάνω κάτι ως αντίδραση σε κάτι που έχει πει ή κάνει κάποιος
- (αμετάβατο) υπακούω, αντιδρώ γρήγορα ή με τον σωστό τρόπο σε κάτι ή κάποιον
- ⮡ The driver stepped on the brake, but the car didn’t respond and ran into the car in front.
- Ο οδηγός πάτησε φρένο, αλλά το αυτοκίνητο δεν υπάκουσε κι έπεσε πάνω στο προπορευόμενο όχημα.
- ⮡ The driver stepped on the brake, but the car didn’t respond and ran into the car in front.
- (αμετάβατο) αντιδρώ, βελτιώνομαι ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου είδους θεραπείας
- ⮡ His illness is responding to the treatment.
- Η αρρώστια του αντιδράει στη θεραπεία.
- ⮡ His illness is responding to the treatment.