respond
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | respond |
γ΄ ενικό ενεστώτα | responds |
αόριστος | responded |
παθητική μετοχή | responded |
ενεργητική μετοχή | responding |
Ρήμα
επεξεργασίαrespond (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απαντώ, ανταποκρίνομαι, δίνω απάντηση
- ⮡ Respond to me with a yes or a no.
- Απάντησέ μου μ΄ ένα ναι ή μ΄ ένα όχι.
- ⮡ You didn’t respond to my message.
- Δεν απάντησες στο μήνυμά μου.
- ⮡ I asked him when he would come, but he didn't respond.
- Τον ρώτησα πότε θα έρθει, αλλά δεν αποκρίθηκε.
- ⮡ Respond to me with a yes or a no.
- (αμετάβατο) αντιδρώ, κάνω κάτι ως αντίδραση σε κάτι που έχει πει ή κάνει κάποιος
- (αμετάβατο) ανταποκρίνομαι, υπακούω, αντιδρώ γρήγορα ή με τον σωστό τρόπο σε κάτι ή κάποιον
- ⮡ Our company is small enough to respond quickly.
- Η εταιρεία μας είναι αρκετά μικρή ώστε να ανταποκρίνεται γρήγορα.
- ⮡ He tried to move but his body wouldn't respond.
- Προσπάθησε να κινηθεί, αλλά το σώμα του δεν ανταποκρινόταν.
- ⮡ The driver stepped on the brake, but the car didn’t respond and ran into the car in front.
- Ο οδηγός πάτησε φρένο, αλλά το αυτοκίνητο δεν υπάκουσε κι έπεσε πάνω στο προπορευόμενο όχημα.
- ⮡ Our company is small enough to respond quickly.
- (αμετάβατο) ανταποκρίνομαι, αντιδρώ, βελτιώνομαι ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου είδους θεραπείας
- ⮡ She is responding well to treatment.
- Ανταποκρίνεται καλά στη θεραπεία.
- ⮡ His illness is responding to the treatment.
- Η αρρώστια του αντιδράει στη θεραπεία.
- ⮡ She is responding well to treatment.