ἀπαντάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀπαντάω - ἀπαντῶ (συνηρημένο)
- πάω να συναντήσω, συναντώ
- αντιμετωπίζω
- ανθίσταμαι
- ανακαλύπτω
- προκόπτω
- καταφεύγω
- συμβαίνω
- απαντώ, αποκρίνομαι
ἀπαντάω - ἀπαντῶ (συνηρημένο)