Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προκόπτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
προκόπτω
<
προ-
+
κόπτω
Ρήμα
επεξεργασία
προκόπτω
προχωρώ
προοδεύω,
προκόβω
έχω κέρδος,
όφελος
(
ειδικότερα
) (
για ασθένεια
) εξελίσσομαι ευνοϊκά