Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκόπτω < προ- + κόπτω

  Ρήμα επεξεργασία

προκόπτω

  1. προχωρώ
  2. προοδεύω, προκόβω
  3. έχω κέρδος, όφελος
  4. (ειδικότερα) (για ασθένεια) εξελίσσομαι ευνοϊκά