ανταπάντηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανταπάντηση | οι | ανταπαντήσεις |
γενική | της | ανταπάντησης* | των | ανταπαντήσεων |
αιτιατική | την | ανταπάντηση | τις | ανταπαντήσεις |
κλητική | ανταπάντηση | ανταπαντήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταπαντήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.daˈpan.di.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανταπάντηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανταπάντηση
|