Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιτρίνα οι βιτρίνες
      γενική της βιτρίνας των βιτρινών
    αιτιατική τη βιτρίνα τις βιτρίνες
     κλητική βιτρίνα βιτρίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βιτρίνα σε κατάστημα ρούχων.
 
βιτρίνα (3)

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιτρίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική vitrine < vitre < λατινική vitrum < πρωτοϊταλική *wedro- ‎(γυαλί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wed-ro- ‎(σαν νερό) < *wódr̥ ‎(νερό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιτρίνα θηλυκό

  1. η προθήκη καταστήματος όπου τοποθετούνται επιλεγμένα εμπορεύματα πίσω από τζάμι, ώστε να είναι ορατά από το δρόμο
  2. (μεταφορικά) η εξωτερική όψη ενός πράγματος που είναι προσεκτικά επιμελημένη, ώστε να δίνεται καλή εντύπωση στους άλλους
    διατηρεί πολύ προσεκτικά τη βιτρίνα του έντιμου ανθρώπου και καλού οικογενειάρχη, αλλά αν ήξερε ο κόσμος τι κουμάσι είναι!
  3. έπιπλο της τραπεζαρίας με τζάμι για τη φύλαξη των πιατικών, σερβίτσιων, γυαλικών κ.ά.
    βλέπε και σερβάν, μπουφές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία