πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιτρίνα οι βιτρίνες
      γενική της βιτρίνας των βιτρινών
    αιτιατική τη βιτρίνα τις βιτρίνες
     κλητική βιτρίνα βιτρίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βιτρίνα σε κατάστημα ρούχων.
βιτρίνα (3)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιτρίνα θηλυκό

  1. η προθήκη καταστήματος όπου τοποθετούνται επιλεγμένα εμπορεύματα πίσω από τζάμι, ώστε να είναι ορατά από το δρόμο
  2. (μεταφορικά) η εξωτερική όψη ενός πράγματος που είναι προσεκτικά επιμελημένη, ώστε να δίνεται καλή εντύπωση στους άλλους
    διατηρεί πολύ προσεκτικά τη βιτρίνα του έντιμου ανθρώπου και καλού οικογενειάρχη, αλλά αν ήξερε ο κόσμος τι κουμάσι είναι!
  3. έπιπλο της τραπεζαρίας με τζάμι για τη φύλαξη των πιατικών, σερβίτσιων, γυαλικών κ.ά.
    βλέπε και σερβάν, μπουφές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία