βιτριόλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιτριόλι | τα | βιτριόλια |
γενική | του | βιτριολιού | των | βιτριολιών |
αιτιατική | το | βιτριόλι | τα | βιτριόλια |
κλητική | βιτριόλι | βιτριόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιτριόλι < γαλλική vitriol < λατινική vitriolum < vitrum < πρωτοϊταλική *wedro (γυαλί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wed-ro- (σαν νερό) < *wódr̥ (νερό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιτριόλι ουδέτερο
- (χημεία) χημική ένωση με μοριακό τύπο H2SO4. Είναι ανόργανο ισχυρό καυστικό οξύ, που προκαλεί εγκαύματα, αν πέσει στο δέρμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- βιτριολικός
- βιτριολιστής
- βιτριολίστρια
- → δείτε τις λέξεις βιτρίνα και βιτρό