↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιτριολικός η βιτριολική το βιτριολικό
      γενική του βιτριολικού της βιτριολικής του βιτριολικού
    αιτιατική τον βιτριολικό τη βιτριολική το βιτριολικό
     κλητική βιτριολικέ βιτριολική βιτριολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιτριολικοί οι βιτριολικές τα βιτριολικά
      γενική των βιτριολικών των βιτριολικών των βιτριολικών
    αιτιατική τους βιτριολικούς τις βιτριολικές τα βιτριολικά
     κλητική βιτριολικοί βιτριολικές βιτριολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιτριολικός < βιτριόλι + -ικός < γαλλική vitriol < λατινική vitriolum < vitrum < πρωτοϊταλική *wedro (γυαλί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wed-ro- (σαν νερό) < *wódr̥ (νερό)

  Επίθετο

επεξεργασία

βιτριολικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που είναι φτιαγμένος από βιτριόλι, το περιέχει ή αναφέρεται σ' αυτό
  2. (μεταφορικά) γεμάτος κακία και με κακότροπη συμπεριφορά
     συνώνυμα: αιχμηρός, δηκτικός, δηλητηριώδης, καυστικός, φαρμακερός
    Την ώρα που στο Elysium όλα είναι παραδεισένια, χρυσαφένια και υγιή υπό την επίβλεψη μιας κυνικής υπουργού Άμυνας (η Τζόντι Φόστερ σε μια βιτριολική ερμηνεία), στη Γη επικρατούν η φτώχεια, το έγκλημα, οι μολύνσεις και οι θανατηφόρες ασθένειες. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία