vitre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vitre | vitres |
vitre (fr) θηλυκό
- ο υαλοπίνακας, το τζάμι
- poseur de vitres - υαλοτεχνικός
- το τζάμι ενός οχήματος
- cette voiture a des vitres teintées - αυτό το αυτοκίνητο έχει φυμέ τζάμια
- το σύνολο του τζαμιού και του σασί
- j'ai baissé la vitre pour parler au gendarme - κατέβασα το τζάμι για να μιλήσω στον χωροφύλακα