vitrifiable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vitrifiable | vitrifiables |
Επίθετο
επεξεργασίαvitrifiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να μετατραπεί σε γυαλί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη vitrifier
ενικός | πληθυντικός |
vitrifiable | vitrifiables |
vitrifiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό