Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σασί
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σασί
< (
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
châssis
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σασί
ουδέτερο
άκλιτο
το μέρος ενός
οχήματος
που σηκώνει το
αμάξωμα
, τον
κινητήρα
, τις
ρόδες
, ο σκελετός του οχήματος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αμάξωμα
,
καροσερί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σασί
αγγλικά
:
chassis
(en)
γαλλικά
:
châssis
(fr)
πολωνικά
:
podwozie
(pl)