vitrail
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vitrail < vitral < vitre
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
vitrail | vitraux |
vitrail (fr) αρσενικό
- το υαλογράφημα, το βιτρό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vitrail | vitraux |
vitrail (fr) αρσενικό