υαλογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υαλογράφημα < υαλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalographie < αρχαία ελληνική ὕαλος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυαλογράφημα ουδέτερο
- διακοσμητικός πίνακας που αποτελείται από κομμάτια γυαλιού, συνήθως χρωματιστά ταινίες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις υαλογραφία, ύαλος και γράφω