↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρωματιστός η χρωματιστή το χρωματιστό
      γενική του χρωματιστού της χρωματιστής του χρωματιστού
    αιτιατική τον χρωματιστό τη χρωματιστή το χρωματιστό
     κλητική χρωματιστέ χρωματιστή χρωματιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρωματιστοί οι χρωματιστές τα χρωματιστά
      γενική των χρωματιστών των χρωματιστών των χρωματιστών
    αιτιατική τους χρωματιστούς τις χρωματιστές τα χρωματιστά
     κλητική χρωματιστοί χρωματιστές χρωματιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματιστός (μαρτυρείται από το 1889)[1] < χρωματίζω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

χρωματιστός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1124, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου