ενικός         πληθυντικός  
vitrification vitrifications

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vitrification (fr) θηλυκό

  1. η υαλοποίηση
  2. (βιολογία) διαδικασία κατάψυξης οργανικών ιστών που αποφεύγει την κρυστάλλων ώστε το ποσοστό επιβίωσης να είναι μεγαλύτερο
  3. το βερνίκωμα του παρκέ

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία