vitrification
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vitrification | vitrifications |
Ουσιαστικό επεξεργασία
vitrification (fr) θηλυκό
- η υαλοποίηση
- (βιολογία) διαδικασία κατάψυξης οργανικών ιστών που αποφεύγει την κρυστάλλων ώστε το ποσοστό επιβίωσης να είναι μεγαλύτερο
- το βερνίκωμα του παρκέ
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη vitrifier