Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υαλοποίηση οι υαλοποιήσεις
      γενική της υαλοποίησης* των υαλοποιήσεων
    αιτιατική την υαλοποίηση τις υαλοποιήσεις
     κλητική υαλοποίηση υαλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υαλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υαλοποίηση < υαλοποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vitrification[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υαλοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. υαλοποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)