↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρύσταλλο τα κρύσταλλα
      γενική του κρύσταλλου
κρυστάλλου
των κρύσταλλων
κρυστάλλων
    αιτιατική το κρύσταλλο τα κρύσταλλα
     κλητική κρύσταλλο κρύσταλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρύσταλλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρύσταλλον < ελληνιστική κοινή κρύσταλλον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος με μεταπλασμό σε ουδέτερo. Συγκρίνετε με το κρύσταλλος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɾi.sta.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρύ‐σταλ‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρύσταλλο ουδέτερο

  1. γυαλί καλής ποιότητας με το οποίο κατασκευάζονται διάφορα αντικείμενα
  2. (συνεκδοχικά) αντικείμενο από κρύσταλλο
    ※  Μονάχα μια βιβλιοθήκη του πατέρα του κράτηξε ο Κοσμάς και ένα σκρίνιο, που 'βανε η μακαρίτισσα η μάνα του τις πορσελάνες και τα κρύσταλλά της. (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, Εκδόσεις Ιωλκός, 2015 [1])
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε ξεχωρίζει για την καθαρότητα και την λάμψη του
  4. (μεταφορικά) πάγος που κρέμεται από ψηλά σαν μικρός σταλακτίτης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κρύσταλλο αρσενικό ή θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία