Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυσταλλώνω < κρύσταλλος + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cristalliser[1])

κρυσταλλώνω (παθητική φωνή: κρυσταλλώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία