κρυσταλλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακρυσταλλιάζω
- (οικείο) καλύπτομαι στην επιφάνειά μου από κρύσταλλα (πάγου)
Συγγενικά
επεξεργασία- κρυσταλλιασμένος
- → δείτε τη λέξη κρύσταλλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρυσταλλιάζω | κρυστάλλιαζα | θα κρυσταλλιάζω | να κρυσταλλιάζω | κρυσταλλιάζοντας | |
β' ενικ. | κρυσταλλιάζεις | κρυστάλλιαζες | θα κρυσταλλιάζεις | να κρυσταλλιάζεις | κρυστάλλιαζε | |
γ' ενικ. | κρυσταλλιάζει | κρυστάλλιαζε | θα κρυσταλλιάζει | να κρυσταλλιάζει | ||
α' πληθ. | κρυσταλλιάζουμε | κρυσταλλιάζαμε | θα κρυσταλλιάζουμε | να κρυσταλλιάζουμε | ||
β' πληθ. | κρυσταλλιάζετε | κρυσταλλιάζατε | θα κρυσταλλιάζετε | να κρυσταλλιάζετε | κρυσταλλιάζετε | |
γ' πληθ. | κρυσταλλιάζουν(ε) | κρυστάλλιαζαν κρυσταλλιάζαν(ε) |
θα κρυσταλλιάζουν(ε) | να κρυσταλλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρυστάλλιασα | θα κρυσταλλιάσω | να κρυσταλλιάσω | κρυσταλλιάσει | ||
β' ενικ. | κρυστάλλιασες | θα κρυσταλλιάσεις | να κρυσταλλιάσεις | κρυστάλλιασε | ||
γ' ενικ. | κρυστάλλιασε | θα κρυσταλλιάσει | να κρυσταλλιάσει | |||
α' πληθ. | κρυσταλλιάσαμε | θα κρυσταλλιάσουμε | να κρυσταλλιάσουμε | |||
β' πληθ. | κρυσταλλιάσατε | θα κρυσταλλιάσετε | να κρυσταλλιάσετε | κρυσταλλιάστε | ||
γ' πληθ. | κρυστάλλιασαν κρυσταλλιάσαν(ε) |
θα κρυσταλλιάσουν(ε) | να κρυσταλλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρυσταλλιάσει | είχα κρυσταλλιάσει | θα έχω κρυσταλλιάσει | να έχω κρυσταλλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κρυσταλλιάσει | είχες κρυσταλλιάσει | θα έχεις κρυσταλλιάσει | να έχεις κρυσταλλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κρυσταλλιάσει | είχε κρυσταλλιάσει | θα έχει κρυσταλλιάσει | να έχει κρυσταλλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρυσταλλιάσει | είχαμε κρυσταλλιάσει | θα έχουμε κρυσταλλιάσει | να έχουμε κρυσταλλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κρυσταλλιάσει | είχατε κρυσταλλιάσει | θα έχετε κρυσταλλιάσει | να έχετε κρυσταλλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κρυσταλλιάσει | είχαν κρυσταλλιάσει | θα έχουν κρυσταλλιάσει | να έχουν κρυσταλλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρυσταλλιάζω
|