Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακρυστάλλωση οι ανακρυσταλλώσεις
      γενική της ανακρυστάλλωσης* των ανακρυσταλλώσεων
    αιτιατική την ανακρυστάλλωση τις ανακρυσταλλώσεις
     κλητική ανακρυστάλλωση ανακρυσταλλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακρυσταλλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακρυστάλλωση < ανα- + κρυσταλλώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική recristallisation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακρυστάλλωση θηλυκό

  1. η εκ νέου κρυστάλλωση
  2. η αφαίρεση των ξένων προσμείξεων ενός σώματος με διάλυση της κρυσταλλικής δομής του και την επανασύνθεσή της

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία