↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυσταλλογραφικός η κρυσταλλογραφική το κρυσταλλογραφικό
      γενική του κρυσταλλογραφικού της κρυσταλλογραφικής του κρυσταλλογραφικού
    αιτιατική τον κρυσταλλογραφικό την κρυσταλλογραφική το κρυσταλλογραφικό
     κλητική κρυσταλλογραφικέ κρυσταλλογραφική κρυσταλλογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυσταλλογραφικοί οι κρυσταλλογραφικές τα κρυσταλλογραφικά
      γενική των κρυσταλλογραφικών των κρυσταλλογραφικών των κρυσταλλογραφικών
    αιτιατική τους κρυσταλλογραφικούς τις κρυσταλλογραφικές τα κρυσταλλογραφικά
     κλητική κρυσταλλογραφικοί κρυσταλλογραφικές κρυσταλλογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυσταλλογραφικός < κρυσταλλογραφία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κρυσταλλογραφικός, -ή, -ό,

  • (χημεία), (γεωλογία): ο σχετικός με κρυσταλλογραφία
    "κρυσταλλογραφική ταξινόμηση", "κρυσταλλογραφικό σύστημα"

  Μεταφράσεις

επεξεργασία