cristal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cristal < λατινική crystallis < αρχαία ελληνική κρύσταλλος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cristal | cristaux |
cristal (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- de cristal, en cristal - κρυστάλλινος, κρυσταλλένιος