cristallin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cristallin < λατινική crystallinus < αρχαία ελληνική κρυστάλλινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kʁis.ta.lɛ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cristallin | cristallins |
θηλυκό | cristalline | cristallines |
cristallin (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cristallin | cristallins |
cristallin (fr) αρσενικό