Ετυμολογία

επεξεργασία
cristallin < λατινική crystallinus < αρχαία ελληνική κρυστάλλινος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁis.ta.lɛ̃/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cristallin cristallins
θηλυκό cristalline cristallines

cristallin (fr)

  1. κρυστάλλινος, κρυσταλλένιος
  2. κρυσταλλικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cristallin cristallins

cristallin (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία