Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυστάλλινος η κρυστάλλινη το κρυστάλλινο
      γενική του κρυστάλλινου της κρυστάλλινης του κρυστάλλινου
    αιτιατική τον κρυστάλλινο την κρυστάλλινη το κρυστάλλινο
     κλητική κρυστάλλινε κρυστάλλινη κρυστάλλινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυστάλλινοι οι κρυστάλλινες τα κρυστάλλινα
      γενική των κρυστάλλινων των κρυστάλλινων των κρυστάλλινων
    αιτιατική τους κρυστάλλινους τις κρυστάλλινες τα κρυστάλλινα
     κλητική κρυστάλλινοι κρυστάλλινες κρυστάλλινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυστάλλινος < αρχαία ελληνική κρυστάλλινος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾisˈta.li.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /kɾisˈta.li.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /kɾisˈta.li.no/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

κρυστάλλινος, -η, -ο

  1. που έχει κατασκευαστεί από κρύσταλλο
  2. (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από διαύγεια και καθαρότητα, όμοια με του κρύσταλλου
     συνώνυμα: ξεκάθαρος, σαφής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυστάλλινος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

κρυστάλλινος

  1. που αποτελείται από καθαρό πάγο ή αναφέρεται σε αυτόν