cristallinien
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cristallinien < cristallin
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kʁis.ta.li.njɛ̃/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cristallinien | cristalliniens |
θηλυκό | cristallinienne | cristalliniennes |
cristallinien (fr)
- (ανατομία) σχετικός με τον κρυσταλλοειδή φακό