cristallisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cristallisation < cristalliser
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cristallisation | cristallisations |
cristallisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cristallisation | cristallisations |
cristallisation (fr) θηλυκό