αποκρυστάλλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκρυστάλλωση | οι | αποκρυσταλλώσεις |
γενική | της | αποκρυστάλλωσης* | των | αποκρυσταλλώσεων |
αιτιατική | την | αποκρυστάλλωση | τις | αποκρυσταλλώσεις |
κλητική | αποκρυστάλλωση | αποκρυσταλλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρυσταλλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκρυστάλλωση < αποκρυσταλλώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cristallisation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκρυστάλλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποκρυσταλλώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκρυστάλλωση