Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκρυσταλλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρυσταλλώνω
  2. θα αποκρυσταλλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρυσταλλώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποκρυσταλλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκρυστάλλωση