αποκρυσταλλώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκρυσταλλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρυσταλλώνω
- θα αποκρυσταλλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρυσταλλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποκρυσταλλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκρυστάλλωση