Ετυμολογία

επεξεργασία
cristallisoir < cristalliser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁis.ta.li.zwaʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cristallisoir cristallisoirs

cristallisoir (fr) αρσενικό

  1. γυάλινο δοχείο μέσα στο οποίο μπορεί να γίνει μια κρυστάλλωση
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε χαμηλό γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια

Συγγενικά

επεξεργασία