κρύσταλλον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρύσταλλον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κρύσταλλον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος με μεταπλασμό σε ουδέτερo. [1] Συγκρίνετε με το κρύσταλλος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: κρύσταλλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρύσταλλον ουδέτερο
- πάγος
- κομμάτι πάγου
- ≈ συνώνυμα: κρύσταλλος (αρσενικό)
- (μεταφορικά, μετεωρολογία) η παγωνιά, το κρύο
- ορυκτός κρύσταλλος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κρυσταλλ-
κρυσταλλ-
- ἀεροκρυστάλλινος
- ἀποκρυσταλλόω
- ἀποκρυστάλλωσις
- ἀργυροκρύσταλλος, ἀργυροκρούσταλλος (επίθετο)
- κατακρυσταλλόω
- κρυσταλλένιος, κρουσταλλένιος, χρυσταλλένιος
- κρυστάλλι, κρουστάλλι
- κρυσταλλίδα, κρουσταλλίδα
- κρυσταλλίζω
- κρυστάλλινος
- κρυστάλλιον
- κρυσταλλοβενετίζω
- κρυσταλλογαλακτόχρους
- κρυσταλλοειδής
- κρυσταλλόεις
- κρυσταλλοκιονοτράχηλος
- κρυσταλλομαντεία
- κρυσταλλόπηκτος
- κρυσταλλοροδοκόκκινος
- κρύσταλλος (αρσενικό)
- κρυσταλλόσαρκος
- κρυσταλλόστερνος
- κρυσταλλοφόρος
- κρυσταλλόχειρ
- κρυσταλλοχιονάτος, κρουσταλλοχιονάτος
- κρυσταλλοχιονοτράχηλος
- κρυσταλλόχροιος, κρουσταλλέχροιος
- κρυσταλόχροος
- κρυσταλλόω
- κρυσταλλώδης
- κρυστάλλωμαν
- κρυσταλλωμένος, κρουσταλλωμένος
- κρυστάλλωσις
- κρυσταλλωτός
- Χρυσταλλένη (όνομα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κρύσταλλον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- κρύσταλλον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κρύσταλλον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κρύσταλλον | τὰ | κρύσταλλᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κρυστάλλου | τῶν | κρυστάλλων | ||||
δοτική | τῷ | κρυστάλλῳ | τοῖς | κρυστάλλοις | ||||
αιτιατική | τὸ | κρύσταλλον | τὰ | κρύσταλλᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κρύσταλλον | κρύσταλλᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρυστάλλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κρυστάλλοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρύσταλλον, λέξη του 4ου αιώνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος με μεταπλασμό σε ουδέτερo. [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κρύσταλλον ⇒ νέα ελληνικά: κρύσταλλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρύσταλλον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) μορφή του αρχαίου κρύσταλλος
- ※ 4ος αιώνας ⌘ Ιουλιανός, Iulianus imperator, 341b, εκδ.Migne
- ἐγένετο δὴ οὖν ὁ χειμὼν τοῦ εἰωθότος σφοδρότερος, καὶ παρέφερεν ὁ ποταμὸς ὥσπερ μαρμάρου πλάκας· ἴστε δήπου τὸν Φρύγιον λίθον, ᾧ ἐῴκει μάλιστα τὰ κρύσταλλα μεγάλα, καὶ ἐπάλληλα φερόμενα· καὶ δὴ καὶ συνεχῆ ποιεῖν ἤδη τὸν πόρον ἔμελ|λε καὶ τὸ ρεῦμα γεφυροῦν.
- Ιουλιανού του αυτοκράτορος..., σελ.40, έκδοση apud Andream Wechelum, 1566 (μεταγραμμένο Iuliani Augusti Opera, επιμ. Heinz-Günther Nesselrath)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κρύσταλλον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- κρύσταλλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.