Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρύσταλλον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κρύσταλλον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος με μεταπλασμό σε ουδέτερo. [1] Συγκρίνετε με το κρύσταλλος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κρύσταλλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρύσταλλον ουδέτερο

  1. πάγος
    1. κομμάτι πάγου
    2.  συνώνυμα: κρύσταλλος (αρσενικό)
    3. (μεταφορικά, μετεωρολογία) η παγωνιά, το κρύο
  2. ορυκτός κρύσταλλος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κρυσταλλ- 

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κρύσταλλον τὰ κρύσταλλ
      γενική τοῦ κρυστάλλου τῶν κρυστάλλων
      δοτική τῷ κρυστάλλ τοῖς κρυστάλλοις
    αιτιατική τὸ κρύσταλλον τὰ κρύσταλλ
     κλητική ! κρύσταλλον κρύσταλλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρυστάλλω
γεν-δοτ τοῖν  κρυστάλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρύσταλλον, λέξη του 4ου αιώνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος με μεταπλασμό σε ουδέτερo. [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: κρύσταλλον νέα ελληνικά: κρύσταλλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρύσταλλον ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία