κρυστάλλωσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρυστάλλωσις, ήδη το 1766 [1] → και δείτε τη λέξη κρυστάλλωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρυστάλλωσις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. κρύσταλλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .