Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυστάλλωσις, ήδη το 1766 [1] → και δείτε τη λέξη κρυστάλλωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρυστάλλωσις, -εως θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. κρύσταλλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.