μεταθετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταθετός < μετα(τίθημι) + θετός (αρχαιοελληνικό επίθετο του ρήματος τίθημι), μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Versetz barkeit ή γαλλική amovible, amovibilité
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.θeˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐θε‐τός
Επίθετο
επεξεργασίαμεταθετός, -ή, -ό
- (για πρόσωπα) που γίνεται να μετατεθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταθετός
|
Πηγές
επεξεργασία- μεταθετός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας