μετεγγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεγγράφω < αρχαία ελληνική μετεγγράφω < μετά + ἐγγράφω < ἐν + γράφω
Ρήμα
επεξεργασίαμετεγγράφω (παθητική φωνή: μετεγγράφομαι)
- (λόγιο) εγγράφω κάποιον κάπου, ενώ μέχρι πρότινος ήταν εγγεγραμμένος κάπου αλλού
Συγγενικά
επεξεργασία- μετεγγραμμένος
- μετεγγραφή
- → δείτε τις λέξεις μετά και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετεγγράφω