Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομαγνητοφωνώ < απο- + μαγνητοφωνώ

  Ρήμα επεξεργασία

απομαγνητοφωνώ (παθητική φωνή: απομαγνητοφωνούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία