απομαγνητοφωνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απομαγνητοφωνώ < απο- + μαγνητοφωνώ
Ρήμα
επεξεργασίααπομαγνητοφωνώ (παθητική φωνή: απομαγνητοφωνούμαι)
- γράφω σε γραπτό κείμενο ό,τι έχω μαγνητοφωνήσει
Συγγενικά
επεξεργασία- απομαγνητοφωνημένος
- απομαγνητοφώνηση
- → δείτε τις λέξεις από, μαγνητοφωνώ, μαγνήτης και φωνή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομαγνητοφωνώ | απομαγνητοφωνούσα | θα απομαγνητοφωνώ | να απομαγνητοφωνώ | απομαγνητοφωνώντας | |
β' ενικ. | απομαγνητοφωνείς | απομαγνητοφωνούσες | θα απομαγνητοφωνείς | να απομαγνητοφωνείς | (απομαγνητοφώνει) | |
γ' ενικ. | απομαγνητοφωνεί | απομαγνητοφωνούσε | θα απομαγνητοφωνεί | να απομαγνητοφωνεί | ||
α' πληθ. | απομαγνητοφωνούμε | απομαγνητοφωνούσαμε | θα απομαγνητοφωνούμε | να απομαγνητοφωνούμε | ||
β' πληθ. | απομαγνητοφωνείτε | απομαγνητοφωνούσατε | θα απομαγνητοφωνείτε | να απομαγνητοφωνείτε | απομαγνητοφωνείτε | |
γ' πληθ. | απομαγνητοφωνούν(ε) | απομαγνητοφωνούσαν(ε) | θα απομαγνητοφωνούν(ε) | να απομαγνητοφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομαγνητοφώνησα | θα απομαγνητοφωνήσω | να απομαγνητοφωνήσω | απομαγνητοφωνήσει | ||
β' ενικ. | απομαγνητοφώνησες | θα απομαγνητοφωνήσεις | να απομαγνητοφωνήσεις | απομαγνητοφώνησε | ||
γ' ενικ. | απομαγνητοφώνησε | θα απομαγνητοφωνήσει | να απομαγνητοφωνήσει | |||
α' πληθ. | απομαγνητοφωνήσαμε | θα απομαγνητοφωνήσουμε | να απομαγνητοφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | απομαγνητοφωνήσατε | θα απομαγνητοφωνήσετε | να απομαγνητοφωνήσετε | απομαγνητοφωνήστε | ||
γ' πληθ. | απομαγνητοφώνησαν απομαγνητοφωνήσαν(ε) |
θα απομαγνητοφωνήσουν(ε) | να απομαγνητοφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απομαγνητοφωνήσει | είχα απομαγνητοφωνήσει | θα έχω απομαγνητοφωνήσει | να έχω απομαγνητοφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις απομαγνητοφωνήσει | είχες απομαγνητοφωνήσει | θα έχεις απομαγνητοφωνήσει | να έχεις απομαγνητοφωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει απομαγνητοφωνήσει | είχε απομαγνητοφωνήσει | θα έχει απομαγνητοφωνήσει | να έχει απομαγνητοφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απομαγνητοφωνήσει | είχαμε απομαγνητοφωνήσει | θα έχουμε απομαγνητοφωνήσει | να έχουμε απομαγνητοφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε απομαγνητοφωνήσει | είχατε απομαγνητοφωνήσει | θα έχετε απομαγνητοφωνήσει | να έχετε απομαγνητοφωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απομαγνητοφωνήσει | είχαν απομαγνητοφωνήσει | θα έχουν απομαγνητοφωνήσει | να έχουν απομαγνητοφωνήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απομαγνητοφωνώ