ενεστώτας jot down
γ΄ ενικό ενεστώτα jots down
αόριστος jotted down
παθητική μετοχή jotted down
ενεργητική μετοχή jotting down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jot down < → δείτε τις λέξεις jot και down

jot down (en)

  • ρίχνω, γράφω κάτι γρήγορα
    ⮡  I have been jotting some thoughts down on the paper.
    Ρίχνω μερικές σκέψεις στο χαρτί.