erase
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | erase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | erases |
αόριστος | erased |
παθητική μετοχή | erased |
ενεργητική μετοχή | erasing |
Ρήμα
επεξεργασίαerase (en)
- σβήνω
- ⮡ I am erasing the board.
- Σβήνω τον πίνακα.
- ⮡ I am erasing the board.