eraser
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
eraser | erasers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαeraser (en)
- (γραφική ύλη) η γόμα, η γομολάστιχα, η σβήστρα
- ⮡ an eraser for a pencil and pen - γόμα για μολύβι και στυλό
ενικός | πληθυντικός |
eraser | erasers |
eraser (en)