σβήστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβήστρα | οι | σβήστρες |
γενική | της | σβήστρας | των | σβηστρών |
αιτιατική | τη | σβήστρα | τις | σβήστρες |
κλητική | σβήστρα | σβήστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασβήστρα θηλυκό
- εύκαμπτο αντικείμενο (από καουτσούκ ή άλλο παρεμφερές υλικό) που το χρησιμοποιούμε για να σβήνουμε
Συνώνυμα
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σβήνω